-
1 προκαθέζομαι
A sit before others, preside over, οἴκω Phintys ap. Stob. 4.23.61a: abs., preside, Mon. Ant.23.171 ([place name] Cilicia), Jahresh.15.55 ([place name] Notium); ἡ προκαθεζομένη πόλις the metropolis, Sch.rec.S.El.4, cf. OGI578.10 (Tarsus, iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκαθέζομαι
См. также в других словарях:
προκαθέζομαι — Α 1. προΐσταμαι, προεδρεύω 2. στρατοπεδεύω μπροστά από έναν τόπο και τόν πολιορκώ 3. φρ. «ἡ προκαθεζομένη πόλις» η μητρόπολη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθέζομαι «κάθομαι, τοποθετούμαι»] … Dictionary of Greek